- νυμφογενής
- νυμφογενής, -ές (Α)βλ. νυμφογενής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυμφογενής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφογενές — νυμφογενής masc/fem voc sg νυμφογενής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
νυμφαγενής — και νυμφηγε νής και νυμφογενής ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε από Νύμφη 2. (για τον Πάνα) αυτός που ανατράφηκε από Νύμφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + συνδετικό φωνήεν ο + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής. Οι τ. νυμφαγενής και νυμφηγενής με ᾱ και η ,… … Dictionary of Greek
νυμφογέννητος — νυμφογέννητος, ον (Α) νυμφογενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + γεννῶ] … Dictionary of Greek